- ξεκουμπίζομαι
- ξεκουμπίζομαι, ξεκουμπίστηκα βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απέρρω — ἀπέρρω (Α) [έρρω] φεύγω γρήγορα, ξεκουμπίζομαι … Dictionary of Greek
αποφθείρω — (AM ἀποφθείρω) καταστρέφω εντελώς αρχ. 1. χάνομαι, καταστρέφομαι 2. (για εγκύους) αποβάλλω 3. ξεκουμπίζομαι … Dictionary of Greek
εκφθείρω — ἐκφθείρω (Α) 1. καταστρέφω εντελώς 2. (στους κωμικούς) ξεκουμπίζομαι, απέρχομαι … Dictionary of Greek
ξεκουμπίζω — 1. διώχνω κάποιον με βάναυσο τρόπο 2. (συν. το μέσ.) ξεκουμπίζομαι παύω να ενοχλώ κάποιον με την παρουσία μου, απομακρύνομαι («ξεκουμπίσου γρήγορα από μπροστά μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἐξ εκόμισα, αόρ. τού ἐκκομίζω] … Dictionary of Greek
ξεκουμπίζω — ξεκούμπισα, ξεκουμπίστηκα, ξεκουμπισμένος 1. διώχνω, αποπέμπω. 2. το μέσ. (συνηθέστ.), ξεκουμπίζομαι απομακρύνομαι, παύω να ενοχλώ κάποιον με την παρουσία μου: Ξεκουμπίστηκαν επιτέλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)